- σειριώ
- (α) αμετ. подвергаться солнечному удару
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σειριώ — σειριῶ, άω, ΝΑ, και σιριῶ Α [Σείριος] πάσχω από σειρίαση αρχ. 1. (για τον ήλιο) καταφλέγω, καίω 2. (για ίππο) πάσχω από τη νόσο σειρά* 3. (κατά τον Ησύχ.) «φλεγμαίνει καροῡται» … Dictionary of Greek
σειρίῳ — σείριος dog star masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CEA vel CEOS — CEA, vel CEOS insula iuxta Euboeam, Cos contracte dicitur ab Heraetide ac Diodero: A Romanis scriproribus, Virgilio, Ovidio, Plinio, Sallustio, apud Servium Cea; A Ptolemaeo Cia; A Lysea apud Suidam, et Aeliano de Auimalibus Cios, e Philone et… … Hofmann J. Lexicon universale
σειρίαση — η / σειρίασις, άσεως, ΝΜΑ, και σιρίασις Α [σειριῶ] βαριά μορφή ηλίασης νεοελλ. 1. απότομη προσβολή από νόσο, την οποία απέδιδαν, παλαιότερα, στον αστέρα Σείριο 2. (για ζώο) απότομη εξάντληση … Dictionary of Greek